τρυγερός

τρυγερός
τρῠγερός, ά, όν, (τρύξ)
A = τρυγώδης, full of lees,

οὐ τρυγεροὺς τὰ φθέγματ' οὐδὲ γλύξιδας Polyzel.12

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • τρυγερός — ά, όν, Α (κατά τον Ησύχ.) αυτός που ως προς την υφή του μοιάζει με το κατακάθι τού κρασιού ή αυτός που είναι γεμάτος από τρυγία. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρύξ, τρυγός + επίθημα ερός (πρβλ. τρυφ ερός)] …   Dictionary of Greek

  • τρυγερά — τρυγερός full of lees neut nom/voc/acc pl τρυγερά̱ , τρυγερός full of lees fem nom/voc/acc dual τρυγερά̱ , τρυγερός full of lees fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρυγερούς — τρυγερός full of lees masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”